πασσάλειμμα

πασσάλειμμα
το [πασσαλείφω]
1. πρόχειρη και κακότεχνη επάλειψη
2. (ειρωνικά) επάλειψη τού προσώπου με πολλά καλλυντικά και με άτεχνο τρόπο
3. μτφ. απόκτηση ατελών γνώσεων, ημιμάθεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πασάλειμμα — το βλ. πασσάλειμμα …   Dictionary of Greek

  • σουλιμάς — και σουλουμάς, ο, Ν 1. καλλυντικό, ψιμύθιο, φτειασίδι 2. το λευκό τού μολύβδου 3. ο διχλωριούχος άργυρος, που χρησιμοποιείται ως δηλητήριο ή ως αντισηπτικό 4. φρ. «σουλιμάς κόκκινος» οξείδιο τού μολύβδου, μίνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sulama… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”